- ανακρεμάζω
- βλ. ανακρεμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεκρέμασα, αόρ. τού ανακρεμώ, που συνέπιπτε με τον αόρ. ρημάτων σέ -άζω (πρβλ. ετοίμασα-ετοιμάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακρεμώ — και ανακρεμνώ και ανακρεμάζω ασα, άστηκα, ασμένος 1. σηκώνω και κρεμώ κάτι ψηλά: Τα σύννεφα είχαν ανακρεμαστεί πάνω και γύρω τους. 2. (για τον καιρό), κλίνω στη βροχή: Από το πρωί σήμερα ο καιρός ανακρεμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)